- συμπερινοστώ
- -έω, Α1. γυρίζω εδώ και εκεί μαζί με άλλον2. ακολουθούμαι κατά την κίνησή μου από κάποιον («συμπερινοστεῑ τῇ σκιᾷ ἡ γῆ», Κλεομήδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + περινοστῶ «γυρίζω εδώ κι εκεί»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.